- ἀναμέστῳ
- ἀνάμεστοςfilled fullmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναμεστώνω — (Α ἀναμεστῶ, όω) [ἀνάμεστος] γεμίζω κάτι εντελώς νεοελλ. 1. (και μτφ.) μεστώνω, ωριμάζω 2. παχαίνω, «γεμίζω» … Dictionary of Greek